φυτογή

φυτογή
η, Ν
φυτική γη, φυτόχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + γη. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυτογή — η φυτική γη, χώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση και ζύμωση οργανικών υλών που έχουν φυτική ιδίως προέλευση, φυτόχωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καστανόχωμα — το φυτογή που σχηματίζεται στις ρίζες των καστανιών: Αγόρασε καστανόχωμα για τα λουλούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτόχωμα — το, ατος η φυτογή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”